dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
πατριάρχης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Patriarch
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
πατριάρχης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Stammvater
Ⓦ
Ⓖ
…