dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
παροχέτευση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Umleitung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
παροχέτευση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Kanalisation
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
παροχέτευση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Versorgung
Ⓦ
Ⓖ
…