dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
παρηγορητικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
tröstend
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
παρηγορητικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
tröstlich
Ⓦ
Ⓖ
…