dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
παρευρίσκομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
dabei sein
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
παρευρίσκομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
beiwohnen
Ⓦ
Ⓖ
…