dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ρήμα
παρεξηγούμαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
es missfällt mir
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
παρεξηγούμαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
in Streit geraten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
παρεξηγούμαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
missverstehen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
παρεξηγούμαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
übelnehmen
Ⓦ
Ⓖ
…