dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
παρακείμενος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Perfekt
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
παρακείμενος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
angrenzend
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
παρακείμενος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
benachbart
Ⓦ
Ⓖ
…