dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
παντρεύομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
heiraten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
παντρεύομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ehelichen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
παντρεύομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
heirate
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
παντρεύομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
vermählen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)