dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίρρημα
παντού
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
überall
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίρρημα
παντού
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
allerorten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίρρημα
παντού
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
überallhin
Ⓦ
Ⓖ
…