dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
παθαίνω σοκ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einen Schock bekommen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
παθαίνω σοκ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einen Schock erleiden
Ⓦ
Ⓖ
…