dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
παγκόσμιος πόλεμος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Weltkrieg
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)