dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
παγίωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Stabilisierung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
παγίωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Festigung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
παγίωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Konsolidierung
Ⓦ
Ⓖ
…