dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ουσιαστικό
η
οφθαλμαπάτη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Augentäuschung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
οφθαλμαπάτη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
optische Täuschung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
οφθαλμαπάτη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Sinnestäuschung
Ⓦ
Ⓖ
…