dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
ουροδελή (σαλαμάνδρες)
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Salamander
Ⓦ
Ⓖ
…
!
ουροδελή (σαλαμάνδρες)
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Streifenmolch
Ⓦ
Ⓖ
…