dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
ορυκτός πλούτος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Bodenschatz
Ⓦ
Ⓖ
…
ορυκτός πλούτος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verfügbare Böden
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
ορυκτός πλούτος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Bodenschätze
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)