dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
ορυκτολογία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Mineralogie
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ορυκτολογία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Gesteinskunde
Ⓦ
Ⓖ
…