dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
ορθοπεδικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Orthopädin
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
ορθοπεδικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
orthopädisch
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
ορθοπεδικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Orthopäde
Ⓦ
Ⓖ
…