dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
ομόφωνος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einstimmig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ομόφωνος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unisono
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ομόφωνος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einhellig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
ομόφωνος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Übereinstimmung
Ⓦ
Ⓖ
…