dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίρρημα
ομόφωνα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einstimmig
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίρρημα
ομόφωνα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unisono
Ⓦ
Ⓖ
…