dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
ομογνωμοσύνη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Übereinstimmung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
ομογνωμοσύνη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Einmütigkeit
Ⓦ
Ⓖ
…