dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
ολομέλεια
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Plenum
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
ολομέλεια
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Vollversammlung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ολομέλεια
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
gemeinsame Senat
Ⓦ
Ⓖ
…