dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ουσιαστικό
ο
οικονομικός πρόσφυγας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Armutsflüchtling
Ⓦ
Ⓖ
…