dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
οικοδεσπότης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Hausherr
Ⓦ
Ⓖ
…
!
οικοδεσπότης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Gastgeber
Ⓦ
Ⓖ
…
!
οικοδεσπότης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Wirt
Ⓦ
Ⓖ
…