dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ουσιαστικό
το
οικογενειακό επίδομα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Familienförderung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
οικογενειακό επίδομα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Elternbeihilfe
Ⓦ
Ⓖ
…