dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
οδοντιατρική
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Zahnheilkunde
Ⓦ
Ⓖ
…
οδοντιατρική
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Zahnmedizin
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)