dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
οδηγός γερανού
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Kranführerin
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
οδηγός γερανού
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Kranführer
Ⓦ
Ⓖ
…