dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίρρημα
ξώπετσα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
flüchtig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίρρημα
ξώπετσα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
oberflächlich
Ⓦ
Ⓖ
…