dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
ξύστρα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Bleistiftspitzer
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
ξύστρα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Abziehklinge
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
ξύστρα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Striegel
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ξύστρα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Anspitzer
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίρρημα
ξύστρα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ganz nahe
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίρρημα
ξύστρα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
oberflächlich
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ξύστρα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Reibe
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίρρημα
ξύστρα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
leicht
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ξύστρα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Spitzer
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)