dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
ξύλινος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
hölzern
Ⓦ
Ⓖ
…
ξύλινος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Holz-
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)