dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
ξυλουργία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Holzarbeit
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
ξυλουργία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Tischlerei
Ⓦ
Ⓖ
…
!
ξυλουργία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Schreinerei
Ⓦ
Ⓖ
…