dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίρρημα
ξεχωριστά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einzeln
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίρρημα
ξεχωριστά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
getrennt
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίρρημα
ξεχωριστά
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
gesondert
Ⓦ
Ⓖ
…