dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ρήμα
ξεφορτώνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
abhängen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ξεφορτώνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
abschieben
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ξεφορτώνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
abservieren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ξεφορτώνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
abspeisen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ξεφορτώνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
beseitigen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ξεφορτώνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
eine Schuld tilgen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ξεφορτώνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
entledigen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ξεφορτώνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
loswerden
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ξεφορτώνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich entledigen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ξεφορτώνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich vom Hals schaffen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ξεφορτώνομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
abschaffen
Ⓦ
Ⓖ
…