dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ρήμα
ξεπουπουλιάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Federn ausreißen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ξεπουπουλιάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Federn bekommen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ξεπουπουλιάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
mausern
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ξεπουπουλιάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
rupfen
Ⓦ
Ⓖ
…