dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
ξαφνικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
plötzlich
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
ξαφνικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unvermittelt
Ⓦ
Ⓖ
…