dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
ξακουσμένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
weltbekannt
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
ξακουσμένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
berühmt
Ⓦ
Ⓖ
…
!
ξακουσμένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
weltberühmt
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)