dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
νύφη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Braut
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
νύφη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Schwiegertochter
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
νύφη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Schwägerin
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
νύφη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Verlobte
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)