dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
νωπός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
feucht
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
νωπός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
frisch
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)