dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Επίθετο
νυκτόβιος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Nacht-
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
νυκτόβιος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Nachtschwärmer
Ⓦ
Ⓖ
…