dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
ντροπιάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
beschämen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ντροπιάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
blamieren
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)