dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
ντετέκτιβ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Detektiv
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
ντετέκτιβ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Detektivin
Ⓦ
Ⓖ
…
!
ντετέκτιβ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Kriminalbeamter
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)