dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
ντεπόζιτο καυσίμων
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Kraftstofftank
Ⓦ
Ⓖ
…