dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
ντενεκές
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Blechdose
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
ντενεκές
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Kanister
Ⓦ
Ⓖ
…