dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
νταραβέρι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Abwicklung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
νταραβέρι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Tumult
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
νταραβέρι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Affäre
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
νταραβέρι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Treiben
Ⓦ
Ⓖ
…
!
νταραβέρι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Geschäft
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
νταραβέρι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Geschäfte
Ⓦ
Ⓖ
…
!
νταραβέρι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Transaktion
Ⓦ
Ⓖ
…