dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ουσιαστικό
ο
νοσοκόμος ηλικιωμένων
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Altenpfleger
Ⓦ
Ⓖ
…