dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
νοσηλεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einen Kranken pflegen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
νοσηλεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
betreuen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
νοσηλεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
pflegen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
νοσηλεύω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
behandeln
Ⓦ
Ⓖ
…