dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
νοιάζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich kümmern
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
νοιάζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
es geht mich an
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
νοιάζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich scheren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
νοιάζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich Sorgen machen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
νοιάζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
umsorgen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
νοιάζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sich sorgen
Ⓦ
Ⓖ
…