dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
νοίκι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Miete
Ⓦ
Ⓖ
…
!
νοίκι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Hausmiete
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)