dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
νεοδιόριστος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Anfänger
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
νεοδιόριστος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
neu angestellt
Ⓦ
Ⓖ
…