dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
ναυπηγείο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Werft
Ⓦ
Ⓖ
…
ναυπηγείο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Schiffswerft
Ⓦ
Ⓖ
…