dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ρήμα
νέμομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ausnützen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
νέμομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verwenden
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
νέμομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
benützen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
νέμομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
besitzen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)