dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
τα
νέα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Neuigkeiten
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
τα
νέα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Neuigkeit
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)